Κυριακή, Ιουνίου 26, 2005

Δεν γνωρίζω τίποτα

Δεν γνωρίζω τίποτα
Παρά μόνο ό,τι βλέπω κι ακούω
Δεν σπούδασα μια τέχνη
Ούτε κατέκτησα την τεχνική της αναζήτησης
Πήρα ό,τι μου δόθηκε
Κι απ’ αυτό ίσως πιο λίγο
Περπάτησα δρόμους γνώριμους
Δεν ανέβηκα πολλά σκαλιά
Φοβήθηκα με ό,τι φοβίζει τους πολλούς
Κι έκλαψα με ό,τι συνήθως κλαίνε
Αγάπησα το κορμί μου
Και δόθηκα ελεύθερη όπως ήμουν
Μα αυτό μου το αμφισβήτησαν
Χείλη αγαπημένα κι απόμακρα
Έφτασα να αναρωτιέμαι ποια είμαι...

Δεν γνωρίζω τίποτα
Παρά μόνο ό,τι βλέπω κι ακούω
Κοιτάζω στον καθρέφτη
Τα μαλλιά μου βαμμένα
Το πρόσωπό μου επίσης
Κάτω από τη μάσκα της γυναίκας
Αναρωτιέμαι αν στ’ αλήθεια υπάρχω

3 σχόλια:

eryx-t είπε...

και τι; υπάρχει μήπως κανείς;
εμμέσως ίσως μόνο ---

ωραίο πολύ το ποίημά σου έτσι απλά που ρέει κι όπως απ'τον καθένα θα μπορούσε να ειπωθεί

μόνο εκείνο το δίστιχο "Μα αυτό μου το αμφισβήτησαν / Χείλη αγαπημένα κι απόμακρα", αυτό, χώρια που δε ρέει όπως το υπόλοιπο, εμένα μου φαίνεται κουτσό: αν ήσουν ελεύθερη, πως ήσουν εξαρτημένη από την αμφισβήτηση κάποιων απόμακρων χειλιών; ...δε στέκει...
(και μη μου πεις πάλι μην ψαχνω συνοχή κ.λπ. μην ψάχνω λόγο στα λόγια δηλαδή; να μη διαβάζω τις λέξεις;)

--- εμμέσως μόνο εκεί που κάτι αγγίζει κανείς κι ακόμη καλύτερα εκεί που πονάει. Όπου κάτι πονάει, κάτι αρχίζει να αισθάνεται ότι υπάρχει.

Ιω είπε...

Νομίζω πως το οξύμωρο έχει θέση στην ποίηση, και στους στίχους και στα τραγούδια, και γενικότερα στην τέχνη. Στη ζωή μου έχει σίγουρα.

Η εμμονή με την ελευθερία δεν σημαίνει ότι την έχω κατακτήσει, αλλά ότι την λαχταρώ βαθιά μέσα μου από παιδί. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ελεύθερη, αλλά εύκολα μπορεί κάποιος να μου στερήσει αυτό το συναίσθημα (αδυναμία θα πεις, ναι).

Σου είπα να μην ψάχνεις συνοχή από ποίημα σε ποίημα όχι μέσα σ’ ένα ποίημα. Αυτό το δίστιχο ίσως να μην κολλάει, αλλά έτσι μου βγήκε. Συνήθως γράφω όπως πίνω νερό -νιώθω την ανάγκη να ξεδιψάσω και δεν το αναλύω. Ούτε τα δουλεύω μετά αυτά που γράφω (είμαι και λίγο τεμπέλα), ούτε τα λογοκρίνω. Δεν είμαι τεχνίτης. Στην πραγματικότητα γνωρίζω λίγα πράγματα για την ποίηση (ίσως και για τον εαυτό μου).

Τα χείλη που αμφισβητούν εκτός από απόμακρα αναφέρονται και ως αγαπημένα. Εμένα αυτό με πόνεσε, και αυτό θέλω να βγάλω από μέσα μου.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσο πονάμε υπάρχουμε;

Eryx-t μου αρέσει αυτή η συζήτηση, σε ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σου

eryx-t είπε...

"Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσο πονάμε υπάρχουμε;"

"φυσικά και θα μπορούσαμε", λέω εγώ... (αν και δεν είπα ακριβώς αυτό)

Αλλά να το πούμε;

Ή μήπως να πούμε καλύτερα ότι έτσι (πονώντας) μαθαίνουμε να υπάρχουμε. Όπως τα παιδάκια πάνε και βάζουν το χέρι τους παντού. Αναζητούν όλα τα ερεθίσματα. Αλλού τζιζ, αλλού καίει, αλλού κρύο, αλλού ζέστη. Έτσι μαθαίνουμε όλοι. Όταν βλέπουμε βελόνα ξέρουμε ότι είναι δυνατόν να μας πονέσει αν μας τρυπήσει το δάχτυλο. Διάβασα πρόσφατα για ένα παιδάκι που δεν έχει αίσθηση του πόνου. Σπανιότατη περίπτωση. Εφιάλτης! (Για τους γονείς του κυρίως) Δεν μπορούν να το αφήσουν απ' τα μάτια τους ούτε στιγμή.

Οξύμωρο; Όχι δεν είπα τίποτε για οξύμωρο.
Επί της ουσίας, έχει όντως ενδιαφέρον η συζήτηση μα δεν είναι εύκολη. Οι γενικότητες βρίσκουν ένα τρόπο να υποστηρίζουν τον εαυτό τους. Να ξεφεύγουν και να ξεγλιστράνε. Να ντύνονται και να βάφονται. Στις ιστορίες μας πονάμε. Εκεί αν μαθαίνουμε. Εκεί αν κάτι γίνεται.